Η Βάρια γεννήθηκε ανάπηρη, και η μητέρα της το της θύμιζε κάθε φορά, εκφράζοντας την οργή της και προσθέτοντας:
«Και γενικά, κανείς δεν σε ζήτησε να έρθεις στον κόσμο και κανείς δεν σε περίμενε!
Για να πω την αλήθεια, η γιαγιά ανάγκασε τη μητέρα της να πάρει τη Βάρια από το μαιευτήριο και να την φέρει στο σπίτι.
«Τι σκέφτηκες, να εγκαταλείψεις το παιδί σου!
Ούτε να το σκεφτείς!
Ακούς;
Και στο ληξιαρχείο, γράψε το όνομα Βαρβάρα!
Η γιαγιά αγαπούσε τη Βάρια, δεν την άφηνε από κοντά, και όταν πέθανε, έκλαιγε για εκείνη με ζεστά και καθόλου αλμυρά δάκρυα.
Η γιαγιά πέθανε ξαφνικά και η μαμά, αναστέναξε με ανακούφιση:
«Όλα, γιαγιά, τελείωσε η ζωή σου!»
Η Βάρη ήταν τότε οκτώ χρονών και για εκείνη ήταν η πρώτη και πικρή απώλεια.
Δεν την δέχτηκαν στο σχολείο, αλλά η δασκάλα, που ζούσε κοντά, έμαθε στο κορίτσι να γράφει τα γράμματα και ακόμη και να προφέρει καλά και να διαβάζει μερικές λέξεις. Η μαμά την παρακολουθούσε,
με αποδοκιμασία:
«Γιατί ασχολείσαι μαζί της, Μαρία Πετρόβνα;
Είναι ξυλογλωσση, έτσι κι αλλιώς δεν θα μιλήσει ποτέ!
Περπατάει άσχημα, αλλά τουλάχιστον περπατάει, και αυτό είναι καλό!
Έτσι δεν είναι, Μαρία Πετρόβνα;
Πες μου, γιατί μου έτυχε ένα τέτοιο παιδί, για να υποφέρω μαζί της;
Αχ, καημένο μου!
Πήγαινε, πήγαινε, μην στέκεσαι πάνω από την ψυχή μου, θλίψη μου!
Η μαμά υποφέρει, μερικές φορές πίνει, και μετά, στην χώρα αρχίζουν ακατανόητοι καιροί…
Η καντίνα, όπου πλένει τα πιάτα και τα πατώματα, κλείνει, και πρέπει να πηγαίνει στην αγορά της περιοχής για να πουλάει.
Όχι, όχι τα δικά της προϊόντα, από πού να τα έχει…;
Τα προϊόντα ήταν του Σαρκίσα, ενός αλήτη, έτσι έλεγε η μαμά στις γυναίκες του χωριού.
Και έγινε φωνακλού, ακόμα πιο δυνατή από πριν, φώναζε στη Βάρια:
«Έλα, τουλάχιστον φέρε λίγα ξύλα, σκούπισε το πάτωμα, κακομάθη!
Η Βάρια λυπόταν τη μητέρα της και τη φοβόταν όταν ήταν σε φρενίτιδα.
Ναι, η ίδια η μητέρα της της έλεγε τότε:
«Μην μου μπαίνεις στα μάτια, χαζή,
γιατί όταν είμαι σε πυρετό, δεν ξέρω τι κάνω! Και η Βάρια δεν την πλησίαζε, αν και μερικές φορές έκλαιγε σιωπηλά επειδή η μαμά της την κρατούσε σε μαύρα ρούχα, δεν την αγκάλιαζε ποτέ, δεν την λυπόταν.
Και μια μέρα, η μαμά έφερε τον πατέρα της Βάρια.
Και της είπε:
«Αυτός θα είναι ο μπαμπάς σου από τώρα και στο εξής…
Ο Φιόντορ ήταν ήσυχος, σιωπηλός και εργατικός.
Σιγά-σιγά, έβαλε τάξη σε όλο το σπίτι…
Τα πατώματα σταμάτησαν να τρίζουν και οι πόρτες άρχισαν να κλείνουν χωρίς να τσακίζονται.
Και όταν έφτιαξε τη νέα βεράντα, η Βάρια ήταν έτοιμη να κάθεται εκεί όλη μέρα.
Χαρούμενη που τον είδε, σαν να ήταν δικός της άνθρωπος, η Βάρια χαμογελούσε και έλαμπε από ευτυχία.
Και ο Φιοντόρ, κοιτάζοντάς την, χαμογέλασε κι αυτός:
— Σου αρέσει, Βάρυχα;
Λοιπόν, εντάξει, — και ήδη, ντροπαλά, — εγώ πάω να συνεχίσω τη δουλειά μου…
Και ο Φιοντόρ, κουτσαίνοντας, πήγε να φτιάξει το φράχτη…
Και η μαμά, δέχτηκε όλα αυτά με εκνευρισμό:
«Να ‘τοι, δύο τερατάκια στο κεφάλι μου, και χαμογελάνε και οι δύο…!
Και παρόλο που η μαμά ήταν θυμωμένη με τον Φιόντορ, δεν τον έδιωχνε από το σπίτι, μερικές φορές τον καλούσε ακόμη και να κοιμηθεί μαζί της.
Αν και, γενικά, τον κρατούσε σε μαύρο, του φώναζε σαν κυρία σε υπηρέτη:
— Λοιπόν, τι κάθεσαι; Πήγαινε, φέρε ξύλα, άναψε τη σόμπα, πήγαινε να φέρεις νερό από το πηγάδι…! Ο Φιοντόρ, σιωπηλός, έπαιρνε τα κουβάδες στα χέρια του
και κουτσός πήγαινε στο πηγάδι.
Η μαμά, όμως, ποτέ δεν θαύμαζε ούτε εκπλήσσονταν από αυτό που έκανε.
Αλλά αυτός, προφανώς, δεν περίμενε ευγνωμοσύνη από αυτήν…
Έκανε τα πάντα χωρίς να παραπονιέται, μόνο που έσφιγγε τα μάτια του και στη Βάρυχα φαινόταν ότι
θα βάλει τα κλάματα.
Μια μέρα, στην αγορά,
έγιναν καβγάδες, κάποιος μαχαίρωσε τη μητέρα του και, όπως λένε, πέθανε κάτω από τον πάγκο.
Ο Φιόντορ έθαψε τη μαμά του όπως πρέπει, ανταποδίδοντας το καλό που του είχε κάνει αυτή η φωνακλού γριά, την οποία λυπόταν, γιατί κάποτε τον είχε φιλοξενήσει, μοναχικό και άστεγο…
— Αχ, τι ζωή είχε αυτή;
Απελπισμένη και κακιά!
Αλλά ήταν η μητέρα σου, Βαρύχα, και παρόλα αυτά ήταν καλός άνθρωπος.
Κάθισε για πολύ ώρα στο παράθυρο, σαν να περίμενε να την δει, κουρασμένη
και θυμωμένη.
Αλλά δεν ήταν πια εκεί!
Δεν ήταν πια!
Ο Φιοντόρ, λικνίζοντας το σώμα του στο παγκάκι, είπε με σιγανή φωνή:
«Λοιπόν, Βαρύχα, η κακομοίρα, μόνοι μας μείναμε στον κόσμο και τώρα πρέπει να ζήσουμε μαζί…».
Εκείνη την εποχή, ο Φιοντόρ ήταν 33 ετών, η Βαρύχα είχε συμπληρώσει τα δεκαέξι και, αν και δεν ήταν εντελώς ώριμη, είχε ήδη μπει στην ηλικία του γάμου.
Όπως και να ‘χει, η φύση έκανε το έργο της.
Και στο χωριό, κανείς δεν ξαφνιάστηκε που ο Φιοντόρ και η Βαρύχα άρχισαν να ζουν σαν άντρας και γυναίκα.
Ο Φιοντόρ κυριολεκτικά κουβαλούσε τη Βαρύχα στα χέρια του, και αυτή, ολόκληρη κοκκίνισε, άνθισε.
Έφτιαξε μια χοντρή κοτσίδα, ανανέωσε το σαράφαν της, έβαλε ένα κασμιρένιο μαντήλι στους ώμους της…
Και τώρα, που πριν περπατούσε άσχημα και μιλούσε άσχημα, έλαμπε τόσο πολύ που όλοι οι άνθρωποι γύρω της χαμογελούσαν.
Δύο χρόνια μετά, γέννησε ένα αγοράκι στον Φιοντόρ, που ονόμασαν Βανιά.
Ήταν ένα υπέροχο παιδί, χαμογελαστό και χωρίς κανένα ελάττωμα.
Κοιτάζοντας τον μικρό, οι άνθρωποι φωτίζονταν και χαίρονταν, λέγοντας ότι ο ίδιος ο Θεός έστειλε παρηγοριά σε αυτούς τους βασανισμένους.
Κανείς δεν καταδίκασε τη σχέση της θετής κόρης και του πατριού της, αντίθετα, εύχονταν στη Βαρβάρα και στον Φιόντα να αποκτήσουν κι άλλα παιδιά.
— Γυναίκες, κοιτάξτε πώς άνθισε η βαρύκα μας!
Ναι, γυναίκες, ποτέ δεν ήταν κακιά, όλη στη γιαγιά της.
Και άρχισε να περπατάει πιο σταθερά, μάλλον ήταν προσεκτική στην εγκυμοσύνη.
Καλά, θα δούμε, ίσως όλα να φτιάξουν.
Και ο Φιόντορ, γυναίκες, αν μπορούσε, θα πετούσε γύρω της!
Ναι, μην το λέτε, αλλά και οι υγιείς άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμούν αυτό που έχουν, ότι έχουν χέρια και πόδια, ενώ αυτοί, ανάπηροι, δείχνουν σε όλους πώς να χαίρονται τη ζωή…
Έτσι, με καλοσύνη, σκεφτόταν ο λαός του χωριού…
Και σε όλους τους,
κάπως, αντανακλούσε η μοίρα του Φιόντα και της Βαρβάρας.
Οι γυναίκες άρχισαν να κουτσομπολεύουν και να μαλώνουν λιγότερο στο πηγάδι…
Οι άντρες άρχισαν να πίνουν λιγότερο, να βρίζουν και να χτυπούν τις γυναίκες τους.
Πολλοί συγχωριανοί έρχονταν στο σπίτι του Φιόντα και της Βαρύχας και ρωτούσαν:
«Μπορούμε να σας βοηθήσουμε σε κάτι;»
Αν και, πιθανότατα, απλά ήθελαν να ζεσταθούν η ψυχή τους κοντά τους…
Και όλα αυτά επειδή και οι δύο έλαμπαν από ευτυχία.