Η Άννα ήθελε μια ήρεμη, γιορτινή Πρωτοχρονιά. Όμως, όλα άλλαξαν όταν η πεθερά της, η εκρηκτική Ναντέζντα Μιχαήλοβνα, εμφανίστηκε απρόσκλητη στην πόρτα με τσάντες γεμάτες φαγητά, κριτική διάθεση και αποφασιστικότητα να «σώσει» τη βραδιά. Ο γιος της, ο Σεργκέι, προσπάθησε να κρατήσει τις ισορροπίες, αλλά η κατάσταση ξέφυγε όταν εκείνη άρχισε να αναδιοργανώνει τα πάντα — από τις σαλάτες μέχρι τη λίστα καλεσμένων.
Η Άννα, που είχε ετοιμάσει προσεκτικά το σπίτι για τη βραδιά, ένιωσε τα όρια της να δοκιμάζονται. Όταν η Ναντέζντα πρότεινε να ακυρώσουν τους φίλους τους για χάρη της οικογενειακής παράδοσης, η υπομονή της Άννας εξαντλήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, με τη βοήθεια των φίλων τους, κατάφεραν να πείσουν ευγενικά τη Ναντέζντα να επιστρέψει στο σπίτι της.
Ή τουλάχιστον, έτσι νόμιζαν.
Λίγη ώρα αργότερα, μαθαίνουν πως η πεθερά αρνήθηκε να πάει στη θεία της και αποφάσισε να περάσει την Πρωτοχρονιά μόνη, στον σταθμό. Ο Σεργκέι και η Άννα την εντοπίζουν τελικά στην αίθουσα αναμονής — απογοητευμένη, πικραμένη, και με την αίσθηση πως δεν την χρειάζονται πια. Η Άννα, συγκινημένη, της ζητά συγγνώμη. Δεν είναι ότι δεν τη θέλουν — απλώς θέλουν χώρο. Κατανόηση. Σεβασμό.
Η Ναντέζντα, με το γνώριμο δραματικό της ύφος, δέχεται να επιστρέψει σπίτι. Και εκεί, κάτι αλλάζει. Η ένταση λιώνει σαν το χιόνι κάτω από τη ζεστασιά μιας αληθινής, οικογενειακής γιορτής.
Γελούν, τραγουδούν, τρώνε πιροσκί και λένε ιστορίες από τα παλιά. Η Ναντέζντα ξαφνικά γίνεται όχι ενοχλητική πεθερά, αλλά μαμά — με φροντίδα, υπερβολές, αλλά και αληθινή αγάπη. Δίνει δώρα από την καρδιά της: ένα παλιό ρολόι στον γιο της, ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο στην Άννα, και —πάνω απ’ όλα— μια ζωντανή υπενθύμιση πως οι οικογένειες χτίζονται και ξαναχτίζονται, μέσα από παρεξηγήσεις, συγγνώμες και αποδοχή.
Η χρονιά αλλάζει. Κι όταν το ρολόι χτυπάει τα μεσάνυχτα, η Άννα εύχεται μόνο ένα πράγμα: να είναι μαζί. Με τη μαμά, με τον Σεργκέι, με φίλους, με γέλια και, ναι, ακόμα και με λίγο ζελέ με σκόρδο.
Γιατί τελικά, αυτό είναι οικογένεια.

