Ο σύζυγός της δεν ήρθε να την πάρει από το μαιευτήριο. Δεν μπορούσε να βρει μια θέση γι’ αυτήν μέχρι που του τηλεφώνησαν από ένα άλλο νοσοκομείο.

Η Λάρισα ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο και έκλαιγε. Κλαις εξαιτίας των ανδρών; Δεν τους αξίζει! Έλα στα συγκαλά σου!”

-Η Βάνια μου είναι. Ξέρεις πώς είναι… -Τι είδους;” Η Κάτια ήταν αρκετά περίεργη. “Ω, δεν θα καταλάβαινες. Η μόνη σου φροντίδα είναι γι’ αυτόν, που ροχαλίζει γλυκά στο κρεβατάκι του”. Και η Λάρισα έγνεψε προς την αίθουσα τοκετού. Τους είχα ήδη καλέσει όλους. “Νεφέδοβα, δεν είναι ώρα να πάμε σπίτι. Πρέπει να ντυθώ”, ρώτησε σαρκαστικά η υπηρέτρια.

– “Μα κανείς δεν θα έρθει να με πάρει”, η Λαρίσα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. “Αλλά νάτο – το πολυαναμενόμενο τηλεφώνημα από τον σύζυγό της. Πού βρίσκεσαι; Έρχομαι!” Η Λάρυσα πετάχτηκε από το κρεβάτι, αλλά συνήλθε γρήγορα όταν άκουσε μια άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο.

-Ποιος είσαι; Τι εννοείς ότι πέφτει; Δεν σας καταλαβαίνω. Η Λάρυσα κάθισε στο κρεβάτι και άκουσε προσεκτικά… Πήγε στο παράθυρο και σήκωσε λυπημένη τα χέρια της. Μέχρι και οι συγκάτοικοί της σταμάτησαν να πακετάρουν και την κοιτούσαν σιωπηλά.

– “Πες μου τι συνέβη, πέτρα! Αναποδογυρίζει και εσύ δεν δείχνεις καν σημάδια”, συνέχισαν οι γείτονες. Αλλά η Λάρυσα δεν ήθελε να ακούσει τίποτα. “Γεια σου, μαμά. Το ξέρεις κιόλας; Ναι, είναι στην κάβα. Θα έρθεις με τον μπαμπά σου; Εντάξει, θα σε περιμένω”.

Η Λάρυσα άφησε το τηλέφωνο στο κομοδίνο και άρχισε να πακετάρει. Οι γυναίκες που γεννούσαν έφυγαν μαζί από τον θάλαμο. Γέλασαν και χαμογέλασαν, αντάλλαξαν επαφές. Οι γονείς της Λάρισας ήρθαν να την πάρουν, όπως είχαν υποσχεθεί. Όλοι πήγαν στο σπίτι τους. Κάθε νέα μαμά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ξέχασε ακόμη και να μάθει τι συνέβη στη Βανέτσκα. Αύριο δεν θα θυμούνται καν.

Related Posts

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *